- κυβερνητήριος
- κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) [κυβερνητήρ]κυβερνητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυβερνητήριον — κυβερνητήριος masc acc sg κυβερνητήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητήρια — κυβερνητήριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)